- αποστολέας
- ο (ΑΜ ἀποστολεύς) [αποστέλλω]αυτός που αποστέλλει κάτι σε κάποιοννεοελλ.1. αυτός που στέλνει επιστολή, τηλεγράφημα ή δέμα, σημειώνοντας το όνομα και τη διεύθυνση του2. αυτός που αναλαμβάνει την αποστολή αντικειμένων τα οποία παραδίδονται σ' αυτόναρχ.άρχοντας στην Αθήνα του οποίου έργο ήταν να εξοπλίζει μοίρα του στόλου για υπηρεσία της πόλης.
Dictionary of Greek. 2013.