αποστολέας

αποστολέας
ο (ΑΜ ἀποστολεύς) [αποστέλλω]
αυτός που αποστέλλει κάτι σε κάποιον
νεοελλ.
1. αυτός που στέλνει επιστολή, τηλεγράφημα ή δέμα, σημειώνοντας το όνομα και τη διεύθυνση του
2. αυτός που αναλαμβάνει την αποστολή αντικειμένων τα οποία παραδίδονται σ' αυτόν
αρχ.
άρχοντας στην Αθήνα του οποίου έργο ήταν να εξοπλίζει μοίρα του στόλου για υπηρεσία της πόλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποστολέας — ο αυτός που στέλνει κάτι: Αποστολέας της επιστολής ήταν ο Α και παραλήπτης ο Β …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποστολέας — ἀποστολέᾱς , ἀποστολεύς one who dispatches masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… …   Dictionary of Greek

  • επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… …   Dictionary of Greek

  • φορτωτής — ο, Ν 1. εργάτης που φορτώνει εμπορεύματα 2. αποστολέας φορτίου 3. τεχνολ. μηχανικό σύστημα που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση χύδην στερεών υλικών σε χώρους αποθήκευσης και επεξεργασίας ή σε οχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φορτώνω. Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”